- ὑπνωτικοῦ
- ὑπνωτικόςinclined to sleepmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπνοβότανο — το βοτάνι (είδος υπνωτικού φαρμάκου) που, όταν βράζεται και πίνεται, προκαλεί ύπνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)